περισσόσαρκος: Difference between revisions
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισσόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύσαρκος]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Πρίαπος]] (3). | |lstext='''περισσόσαρκος''': -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολύσαρκος]], Σουΐδ. ἐν λέξ. [[Πρίαπος]] (3). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά [[πολύσαρκος]], [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σαρκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>λιπό</i>-<i>σαρκος</i>, <i>μικρό</i>-<i>σαρκος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A over-fleshy, Suid. s.v. Πρίαπος.
German (Pape)
[Seite 593] übermäßig fleischig, wohlbeleibt, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
περισσόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων περιττὰς σάρκας, ὑπὲρ τὸ δέον πολύσαρκος, Σουΐδ. ἐν λέξ. Πρίαπος (3).
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έχει περιττές σάρκες, ο υπερβολικά πολύσαρκος, σωματώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό-σαρκος, μικρό-σαρκος].