περισείρια: Difference between revisions
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_21) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περισείρια''': τά, πρβλ. [[παράσειρος]] ΙΙ. | |lstext='''περισείρια''': τά, πρβλ. [[παράσειρος]] ΙΙ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[πλάγια]] της γλώττης».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σειρά]] (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>σειρα</i> «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
τὰ πλάγια τῆς γλώττης, Hsch.; cf.
A παράσειρος 11.
German (Pape)
[Seite 590] τά, = παρασείρια, παρασύρια, die Höhlen zu beiden Seiten der Zunge, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
περισείρια: τά, πρβλ. παράσειρος ΙΙ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ πλάγια της γλώττης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σειρά (πρβλ. παρά-σειρα «οι κοιλότητες του στόματος στις δύο πλευρές της γλώσσας»)].