περίσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
(6_16)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίσφῠρος''': -ον, = [[περισφύριος]], Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 [[εἶναι]] [[ἴσως]] τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη [[εἶναι]] γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.
|lstext='''περίσφῠρος''': -ον, = [[περισφύριος]], Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 [[εἶναι]] [[ἴσως]] τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη [[εἶναι]] γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[περισφύριος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίσφυρον</i><br />το περισφύριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σφυρόν]] (<b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, [[παρά]]-<i>σφυρος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσφῠρος Medium diacritics: περίσφυρος Low diacritics: περίσφυρος Capitals: ΠΕΡΙΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: perísphyros Transliteration B: perisphyros Transliteration C: perisfyros Beta Code: peri/sfuros

English (LSJ)

ον,

   A = περισφύριος, πέζα AP6.211 (Leon.); τὰ περίσφυρα σκέλη Luc.Am.41, shd. prob. be written τὰ περὶ σφυρά σκέλη being a gloss).    II as Subst. περίσφῠρον, τό, = περισφύριον, Gal.19.144.

German (Pape)

[Seite 595] = Vorigem; daher τὸ περίσφυρον = περισφύριον.

Greek (Liddell-Scott)

περίσφῠρος: -ον, = περισφύριος, Ἀνθ. Π. 6. 211· τὰ περίσφυρα σκέλη ἐν Λουκ. Ἔρωσι 41 εἶναι ἴσως τὰ περὶ σφυρὰ (τὸ δὲ σκέλη εἶναι γλώσσ.). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περίσφυρον, τό, = περισφύριον, Γαλην. 19. 144.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. περισφύριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίσφυρον
το περισφύριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σφυρόν (πρβλ. λευκό-σφυρος, παρά-σφυρος)].