Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περίφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />entouré d’une clôture <i>ou</i> d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[περιφράσσω]].
|btext=ος, ον :<br />entouré d’une clôture <i>ou</i> d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.<br />'''Étymologie:''' [[περιφράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[περίφρακτος]], -ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν<br />[[περιφράσσω]]<br />περιφραγμένος, κλεισμένος [[γύρω]] [[γύρω]] με φράχτη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «περίφρακτες πεδιάδες» — χαρακτηριστικές περιοχές στην [[επιφάνεια]] της Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες.
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίφρακτος Medium diacritics: περίφρακτος Low diacritics: περίφρακτος Capitals: ΠΕΡΙΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: períphraktos Transliteration B: periphraktos Transliteration C: perifraktos Beta Code: peri/fraktos

English (LSJ)

ον,

   A fenced round: Subst. -φρακτον, τό, enclosure, IG3.1866, Plu. Thes.12, Luc.Bacch.6.

German (Pape)

[Seite 599] eingezäunt, eingeschlossen, Luc. Bacch. 6. Auch τὸ περ., das Gehege, Plut. Thes. 12.

Greek (Liddell-Scott)

περίφρακτος: -ον, πεφραγμένος ὁλόγυρα, Βυζ.˙ ― τὸ π., περίφραγμα, Πλουτ. Θησ. 12, Λουκ. Διόνυσ. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré d’une clôture ou d’une enceinte ; τὸ περίφρακτον, enceinte sacrée.
Étymologie: περιφράσσω.

Greek Monolingual

-η, -ο / περίφρακτος, -ον, ΝΜΑ, και περίφραχτος Ν
περιφράσσω
περιφραγμένος, κλεισμένος γύρω γύρω με φράχτη
νεοελλ.
φρ. «περίφρακτες πεδιάδες» — χαρακτηριστικές περιοχές στην επιφάνεια της Σελήνης που μοιάζουν με κρατήρες με επίπεδους πυθμένες.