πιαντικός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_10) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῑαντικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγουμ., Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λέξ. πίονα ἔργα. | |lstext='''πῑαντικός''': -ή, -όν, = τῷ προηγουμ., Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λέξ. πίονα ἔργα. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πιαίνω]]<br />[[πιαντήριος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, = foreg., Apollon.Lex.
A s.v. πίονα ἔργα.
German (Pape)
[Seite 612] = Vorigem, Apoll. Lex.
Greek (Liddell-Scott)
πῑαντικός: -ή, -όν, = τῷ προηγουμ., Ἀπολλων. Λεξικ. ἐν λέξ. πίονα ἔργα.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πιαίνω
πιαντήριος.