πήποκα: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(6_1)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πήποκα''': (= [[πώποτε]]), Ἐπιγρ. Λακωνικῆς, IG. ant, 79. ― Καὶ ἐν Θεοκρ. Εἰδυλ. Η, 33 κεῖται: πήποχ’ ὁ συριγκτάς, καὶ ἐν ΙΑ, 65 (68) πήποχ’ [[ὅλως]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''πήποκα''': (= [[πώποτε]]), Ἐπιγρ. Λακωνικῆς, IG. ant, 79. ― Καὶ ἐν Θεοκρ. Εἰδυλ. Η, 33 κεῖται: πήποχ’ ὁ συριγκτάς, καὶ ἐν ΙΑ, 65 (68) πήποχ’ [[ὅλως]], Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> (δωρ. τ. [[αντί]] [[πώποτε]]) [[ποτέ]] έως [[τώρα]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήποκα Medium diacritics: πήποκα Low diacritics: πήποκα Capitals: ΠΗΠΟΚΑ
Transliteration A: pḗpoka Transliteration B: pēpoka Transliteration C: pipoka Beta Code: ph/poka

English (LSJ)

Adv., Dor.

   A = πώποτε, IG5(1).213.5 (Sparta, v B. C.), Theoc. 8.34, Com.Adesp.in Gött.Nachr.1922p.28, Epigr. ap. Poll.4.102.

Greek (Liddell-Scott)

πήποκα: (= πώποτε), Ἐπιγρ. Λακωνικῆς, IG. ant, 79. ― Καὶ ἐν Θεοκρ. Εἰδυλ. Η, 33 κεῖται: πήποχ’ ὁ συριγκτάς, καὶ ἐν ΙΑ, 65 (68) πήποχ’ ὅλως, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (δωρ. τ. αντί πώποτε) ποτέ έως τώρα.