πιδακῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6_12)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑδᾰκῖτις''': -ιδος, ἡ, (πῖδαξ) ὁ πλησίον τοῦ πίδακος, παρὰ τὴν πηγὴν φυόμενος, βοτάναι Ἱππ. Ἐπιστ. 1278. 12.
|lstext='''πῑδᾰκῖτις''': -ιδος, ἡ, (πῖδαξ) ὁ πλησίον τοῦ πίδακος, παρὰ τὴν πηγὴν φυόμενος, βοτάναι Ἱππ. Ἐπιστ. 1278. 12.
}}
{{grml
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει [[κοντά]] σε [[πηγή]] («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῖδαξ]], -<i>ακος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίτις</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑδᾰκῖτις Medium diacritics: πιδακῖτις Low diacritics: πιδακίτις Capitals: ΠΙΔΑΚΙΤΙΣ
Transliteration A: pidakîtis Transliteration B: pidakitis Transliteration C: pidakitis Beta Code: pidaki=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (πῖδαξ)

   A growing at or about a spring, βοτάναι Hp.Ep.16.

German (Pape)

[Seite 612] ἡ, am Quell wachsend, von der Quelle kommend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῑδᾰκῖτις: -ιδος, ἡ, (πῖδαξ) ὁ πλησίον τοῦ πίδακος, παρὰ τὴν πηγὴν φυόμενος, βοτάναι Ἱππ. Ἐπιστ. 1278. 12.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
(για φυτό) αυτό που βρίσκεται, που βλαστάνει κοντά σε πηγή («πιδακίτιδες βοτάναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, -ακος + επίθημα -ῖτις (πρβλ. καλαμ-ίτις)].