πιθών: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(6_22) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῑθών''': -ῶνος, ὁ ([[πίθος]]) [[τόπος]] [[πλήρης]] [[πίθων]], [[ἀποθήκη]], Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: [[πιθεών]], παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166. | |lstext='''πῑθών''': -ῶνος, ὁ ([[πίθος]]) [[τόπος]] [[πλήρης]] [[πίθων]], [[ἀποθήκη]], Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: [[πιθεών]], παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πιθεών]], -ῶνος, ὁ, ΜΑ<br />ο [[τόπος]] όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη [[σοδειά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίθος]] «[[πιθάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εών</i>/-<i>ών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αμπελ</i>-<i>ών</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, (πίθος)
A cellar, Pherecr.138, Eup.111, IG11(2).287 A 168 (Delos, iii B.C.), 12(5).872.52 (Tenos, iii B.C.(?)); cf. πιθεών.
πῐθών, aor. 2 part. of πείθω, Pi.P.3.28.
German (Pape)
[Seite 614] ὁ, = πιθεών, Phereer. bei Poll. 7, 163.
Greek (Liddell-Scott)
πῑθών: -ῶνος, ὁ (πίθος) τόπος πλήρης πίθων, ἀποθήκη, Φιρεκράτης ἐν «Πετάλῃ» 5, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 29: πιθεών, παρὰ Διοδ. 13. 83, Ἀνθ. Π. 9. 403, Γεωπ. 6. 12, 3· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 166.
Greek Monolingual
και πιθεών, -ῶνος, ὁ, ΜΑ
ο τόπος όπου αποθηκεύονταν τα πιθάρια με τη σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + επίθημα -εών/-ών (πρβλ. αμπελ-ών)].