πιπίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_22)
(32)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πῑπίζω''': τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = [[πιπίζω]], ὃ ἴδε.
|lstext='''πῑπίζω''': τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = [[πιπίζω]], ὃ ἴδε.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[πιπιρίζω]], Ν, [[πιππίζω]] Α<br />(για νεοσσούς) [[εκβάλλω]] [[φωνή]] όμοια με τους φθόγγους πι πι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. έχουν σχηματιστεί με [[ονοματοποιία]] (<b>πρβλ.</b> λατ, <i>pipilo</i>, <i>pipio</i>, γερμ. <i>piepen</i>) <b>βλ.</b> και λ. [[πιπώ]].———————— <b>(II)</b><br />Μ<br />[[πιπίσκω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πιπί]]-<i>σκω</i> με κατάλ. -<i>ζω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 617] = πιπίσκω, zw. S. auch πιππίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πῑπίζω: τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = πιπίζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α
(για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ.———————— (II)
Μ
πιπίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί-σκω με κατάλ. -ζω].