πιπίσκω: Difference between revisions

From LSJ

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source
(SL_2)
(32)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[πιπίσκω]] (fut. πσω.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[offer]] to [[drink]] [[πίσω]] [[σφε]] Δίρκας ἁγνὸν [[ὕδωρ]] ([[τουτέστι]] τῷ ἐμῷ ῥεύματι [[ἤτοι]] τῷ ποιήματι ποτιῶ αὐτούς Σ.) (I. 6.74)
|sltr=[[πιπίσκω]] (fut. πσω.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[offer]] to [[drink]] [[πίσω]] [[σφε]] Δίρκας ἁγνὸν [[ὕδωρ]] ([[τουτέστι]] τῷ ἐμῷ ῥεύματι [[ἤτοι]] τῷ ποιήματι ποτιῶ αὐτούς Σ.) (I. 6.74)
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>(μτβ.)</b> [[δίνω]] σε κάποιον να πιει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πῑ</i>- του <i>ἔ</i>-<i>πισα</i> (αόρ. του [[πίνω]]) με ενεστ. διπλασιασμό <i>πι</i>- και [[επίθημα]] -<i>σκω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>βι</i>-<i>βά</i>-<i>σκω</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐπίσκω Medium diacritics: πιπίσκω Low diacritics: πιπίσκω Capitals: ΠΙΠΙΣΚΩ
Transliteration A: pipískō Transliteration B: pipiskō Transliteration C: pipisko Beta Code: pipi/skw

English (LSJ)

Hp.Mul.1.63, Luc.Lex.20: fut. πίσω [ῑ] Pi.I.6(5).74, Eup.115: aor.

   A ἔπῑσα Hp.Mul.1.59, al., prob. in Arist.EN1111a14 (for παίσας), (ἐν-) Pi.Fr.111 (πιπίσαι is f.l. in Hp.Fract.36):—Med., aor. ἐπῑσάμην (ἐν-) Nic.Th.573,877, etc.:—Pass., aor. ἐπίσθην (ἐν-) ib.624:—causal of πίνω, give to drink, Hp.Acut.2, Aret.CA1.1, etc.: c. dupl. acc., πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ I will make them drink the water of Dirce, Pi.I.l.c.; π. τινά τινος Luc. l.c.: c. dat. et acc., ταύτῃσι γάλα Hp.Mul.1.63.

German (Pape)

[Seite 617] fut. πίσω, aor. ἔπισα, zu trinken geben, tränken; Hippocr. u. Sp., wie Luc. Lexiph. 20, wo es mit dem gen. verbunden ist, τινὰ τοῦ φαρμάκου. – Das fut. bei Pind. I. 5, 74, πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ; auch Eupol. bei E. M. 673, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πῐπίσκω: Ἱππ. 612. 15., 614. 3, Λουκ.· μέλλ. πίσω [ῐ] Πίνδ. ἔνθα κατωτ., Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 24· ἀόρ. ἔπῑσα Ἱππ. 611. 27, (ἐν-) Πινδ. Ἀποσπ. 77· παρ’ Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 775 πιπίσαι. ― Μέσ., ἀόρ. ἐπισάμην (ἐν-) Νικ. Θηρ. 573, 877, κτλ. ― Παθ., ἀόρ. ἐπίσθην (ἐν-) αὐτόθι 624. Μεταβατικὸν ἐνεργ. τοῦ πίνω, δίδω εἴς τινα νὰ πίῃ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, κτλ.· μετὰ διπλῆς αἰτ., πίσω σφε Δίρκας ὕδωρ, θὰ κάμω αὐτοὺς νὰ πίωσι τὸ ὕδωρ τῆς Δίρκης, θὰ ποτίσω αὐτούς, Πινδ. Ι. 6 (5). 108· π. τινά τινος Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 1, Λουκ. Λεξιφ. 20. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 44.

French (Bailly abrégé)

f. πίσω, ao. ἔπισα;
donner à boire;
Moy. πιπίσκομαι m. sign. : τινός τινα faire boire de qch à qqn.
Étymologie: R. Πι, avec redoubl.

English (Slater)

πιπίσκω (fut. πσω.)
   1 offer to drink πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕδωρ (τουτέστι τῷ ἐμῷ ῥεύματι ἤτοι τῷ ποιήματι ποτιῶ αὐτούς Σ.) (I. 6.74)

Greek Monolingual

Α
(μτβ.) δίνω σε κάποιον να πιει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πῑ- του -πισα (αόρ. του πίνω) με ενεστ. διπλασιασμό πι- και επίθημα -σκω (πρβλ. βι-βά-σκω)].