πιστοποιός: Difference between revisions
From LSJ
(6_18) |
(32) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πιστοποιός''': -όν, ὁ πιστοποιῶν, βεβαιῶν Κύριλλ. Ἀλ. σελ. 776. | |lstext='''πιστοποιός''': -όν, ὁ πιστοποιῶν, βεβαιῶν Κύριλλ. Ἀλ. σελ. 776. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ό / [[πιστοποιός]], -όν, ΝΑ<br />αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει [[κάτι]] ως αληθινό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πίστις]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 620] glaubhaft machend, bestätigend, überzeugend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πιστοποιός: -όν, ὁ πιστοποιῶν, βεβαιῶν Κύριλλ. Ἀλ. σελ. 776.
Greek Monolingual
-ό / πιστοποιός, -όν, ΝΑ
αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι ως αληθινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίστις + -ποιός].