πλατύφυλλος: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(6_17) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων πλατέα φύλλα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 16, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, κτλ.· ― συγκρ. -ότερος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 7, 2. | |lstext='''πλᾰτύφυλλος''': -ον, ὁ ἔχων πλατέα φύλλα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 16, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, κτλ.· ― συγκρ. -ότερος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 7, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πλατύφυλλος]], -ον, ΝΑ<br />(για φυτά και [[άνθη]]) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φύλλον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
[τῠ], ον,
A broad-leaved, Arist.APo.98b4, Thphr.HP 3.8.2, etc.: Comp. -ότερος Id.CP5.7.2.
German (Pape)
[Seite 627] breitblätterig; Arist. an. post. 2, 16; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων πλατέα φύλλα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 16, 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2, κτλ.· ― συγκρ. -ότερος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 7, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά και άνθη) αυτός που έχει πλατιά φύλλα ή πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + φύλλον.