πλατυπόρφυρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
(6_17) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλᾰτυπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[ἱμάτιον]] Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 5· ἐπὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ laticlavium, Χρησμ. Σιβ. 8. 73. | |lstext='''πλᾰτυπόρφῠρος''': -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, [[ἱμάτιον]] Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 5· ἐπὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ laticlavium, Χρησμ. Σιβ. 8. 73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πλατιά πορφυρή [[ταινία]] ή αυτός που έχει πλατιά [[παρυφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πορφυρός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with broad purple border, ἱμάτιον Archipp.39.
German (Pape)
[Seite 627] mit breitem Purpurstreifen od. -saume, ἱμάτιον, Archipp. bei Poll. 7, 63.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτυπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων πλατεῖαν πορφυρᾶν παρυφήν, ἱμάτιον Ἄρχιππος ἐν «Πλούτῳ» 5· ἐπὶ τοῦ Ρωμαϊκοῦ laticlavium, Χρησμ. Σιβ. 8. 73.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πλατιά πορφυρή ταινία ή αυτός που έχει πλατιά παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ- + πορφυρός].