Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλατύρρους: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει συναγαγεῖν ἐκ δικαίων τὸν βίον → Vitam ex honestis tibi para negotiis → Erwirb dir nur gerechten Lebensunterhalt

Menander, Monostichoi, 196
(Bailly1_4)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />au large courant.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[ῥέω]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>contr. att.</i><br />au large courant.<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]], [[ῥέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ [[ρεύμα]] («ὅς καρπώσεται ὅσην [[πλατύρρους]] Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πλατύ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ῥόος]], [[ῥοῦς]] (<span style="color: red;"><</span> ῥέω)].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att.
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οον, Α
(ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῑλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ- + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)].