πλουτογαθής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />dont l’opulence réjouit.<br />'''Étymologie:''' dor. pour *πλουτογηθής, de [[πλοῦτος]] et [[γηθέω]].
|btext=ής, ές :<br />dont l’opulence réjouit.<br />'''Étymologie:''' dor. pour *πλουτογηθής, de [[πλοῦτος]] et [[γηθέω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[πλουταγαθής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χαίρεται με τα πλούτη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει άφθονα πλούτη, [[πάμπλουτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γᾱθής</i> / -<i>γηθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γῆθος]]<span style="color: red;"><</span> <i>γηθῶ</i> «[[ευφραίνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μελι</i>-<i>γαθής</i>, <i>πολυ</i>-<i>γαθής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτογᾱθής Medium diacritics: πλουτογαθής Low diacritics: πλουτογαθής Capitals: ΠΛΟΥΤΟΓΑΘΗΣ
Transliteration A: ploutogathḗs Transliteration B: ploutogathēs Transliteration C: ploutogathis Beta Code: ploutogaqh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -γηθής, (γηθέω)

   A delighting by or in riches, wealthy, μυχός A.Ch.801 (lyr., πλουταγαθῆ cod. M.).

German (Pape)

[Seite 638] ές, dor. statt πλουτογηθής, durch Reichthum erfreuend; μυχός, Aesch. Ch. 790, nach Turneb. Conj., die alte Lesart πλουταγαθής, vornehmreich, reich adelig, ist gegen das Versmaaß.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτογᾱθής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -γηθής, (γηθέω) ὁ εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ πλούτῳ, πλούσιος, Αἰσχύλ. Χο. 801.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l’opulence réjouit.
Étymologie: dor. pour *πλουτογηθής, de πλοῦτος et γηθέω.

Greek Monolingual

και πλουταγαθής, -ές, Α
1. αυτός που χαίρεται με τα πλούτη
2. αυτός που έχει άφθονα πλούτη, πάμπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -γᾱθής / -γηθής (< γῆθος< γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. μελι-γαθής, πολυ-γαθής].