ποδίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui résonne autour des pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κροτέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui résonne autour des pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κροτέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κάνει κρότο [[καθώς]] κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον [[ἅμμα]] καθάψας», Ανθ. Πλαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποδί</i>, δοτ. του [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδίκροτος Medium diacritics: ποδίκροτος Low diacritics: ποδίκροτος Capitals: ΠΟΔΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: podíkrotos Transliteration B: podikrotos Transliteration C: podikrotos Beta Code: podi/krotos

English (LSJ)

ον,

   A clanking on the feet, ἅμμα APl.1.15*.

German (Pape)

[Seite 643] mit den Füßen schlagend, stampfend? – Aber ἅμμα ist = an die Füße angeschmiedet, Beinschelle, Ep. ad. 413 (Plan. 15 *).

Greek (Liddell-Scott)

ποδίκροτος: -ον, ὁ συγκεκολλημένος εἰς τοὺς πόδας, ἅμμα Ἀνθ. Πλαν. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne autour des pieds.
Étymologie: πούς, κροτέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κάνει κρότο καθώς κινούνται τα πόδια του («ποδίκροτον ἅμμα καθάψας», Ανθ. Πλαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδί, δοτ. του πούς, ποδός + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].