πολύδερμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύδερμος''': -ον, = [[πολύρρινος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 56.
|lstext='''πολύδερμος''': -ον, = [[πολύρρινος]], Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 56.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πολύρρινος]]<br /><b>2.</b> (για κοιλιακά τοιχώματα) αυτός που έχει αλλεπάλληλες στιβάδες δέρματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]], -<i>ατος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>παχυ</i>-<i>δερμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠδερμος Medium diacritics: πολύδερμος Low diacritics: πολύδερμος Capitals: ΠΟΛΥΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: polýdermos Transliteration B: polydermos Transliteration C: polydermos Beta Code: polu/dermos

English (LSJ)

ον,

   A = πολύρρινος, EM395.56 (v.l. -δέρματον).    II with several layers, of the abdominal wall, Gal.8.952.

German (Pape)

[Seite 661] reich an Fellen, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδερμος: -ον, = πολύρρινος, Ἐτυμολ. Μέγ. 395. 56.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύρρινος
2. (για κοιλιακά τοιχώματα) αυτός που έχει αλλεπάλληλες στιβάδες δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δερμος (< δέρμα, -ατος), πρβλ. παχυ-δερμος].