πολυκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
(6_16)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠκίνδῡνος''': -ον, [[λίαν]] ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ.
|lstext='''πολῠκίνδῡνος''': -ον, [[λίαν]] ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[επικίνδυνος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους<br /><b>3.</b> ο [[συνηθισμένος]] στους κινδύνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κίνδυνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κίνδυνος]]), <b>πρβλ.</b> <i>επι</i>-[[κίνδυνος]], <i>φιλο</i>-[[κίνδυνος]].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκίνδῡνος Medium diacritics: πολυκίνδυνος Low diacritics: πολυκίνδυνος Capitals: ΠΟΛΥΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: polykíndynos Transliteration B: polykindynos Transliteration C: polykindynos Beta Code: poluki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A very dangerous, Isoc.10.17 as cited by Demetr.Eloc.23.    II conversant with danger, Teucer in Cat.Cod. Astr.7.198.

German (Pape)

[Seite 664] mit vieler Gefahr, Demetr. Phal. 23.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκίνδῡνος: -ον, λίαν ἐπικίνδυνος Δημ. Φαλ. 23. ΙΙ. ὁ εἰς πολλοὺς κινδύνους ἐκτιθέμενος, ὁ πολλοὺς ὑποστὰς κινδύνους, Καισάρ. 876, 1040, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ επικίνδυνος
2. αυτός που έχει εκτεθεί σε πολλούς κινδύνους, που έχει περάσει πολλούς κινδύνους
3. ο συνηθισμένος στους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κίνδυνος (< κίνδυνος), πρβλ. επι-κίνδυνος, φιλο-κίνδυνος.