πολυθαμβής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠθαμβής''': -ές, ὁ [[κατάπληκτος]] ἐκ πολλοῦ θάμβους, Νόνν. Δ. 14, 418. κτλ.
|lstext='''πολῠθαμβής''': -ές, ὁ [[κατάπληκτος]] ἐκ πολλοῦ θάμβους, Νόνν. Δ. 14, 418. κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />πολύ [[έκθαμβος]], πολύ [[κατάπληκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαμβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάμβος]], <i>το</i> «[[κατάπληξη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγα</i>-<i>θαμβής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυθαμβής Medium diacritics: πολυθαμβής Low diacritics: πολυθαμβής Capitals: ΠΟΛΥΘΑΜΒΗΣ
Transliteration A: polythambḗs Transliteration B: polythambēs Transliteration C: polythamvis Beta Code: poluqambh/s

English (LSJ)

ές,

   A much frighted or astonished, ib.418, al.

German (Pape)

[Seite 663] ές, sehr erschrocken, Nonn. D. 14, 513.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠθαμβής: -ές, ὁ κατάπληκτος ἐκ πολλοῦ θάμβους, Νόνν. Δ. 14, 418. κτλ.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
πολύ έκθαμβος, πολύ κατάπληκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ + -θαμβής (< θάμβος, το «κατάπληξη»), πρβλ. μεγα-θαμβής].