πολυκόλυμβος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui plonge souvent.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κολυμβάω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui plonge souvent.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[κολυμβάω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που κολυμπάει [[συχνά]], που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[κόλυμβος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κολυμβῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-[[κόλυμβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A oft-diving, μέλη, of the frogs, Ar.Ra.245 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 664] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.
Greek (Liddell-Scott)
πολυκόλυμβος: -ον, ὁ συχνάκις κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα μέλη τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui plonge souvent.
Étymologie: πολύς, κολυμβάω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κολυμπάει συχνά, που κολυμπάει πολύ («χαίροντες [oἱ βάτραχοι] ῷδῆς πολυκολύμβοισι μέλεσιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κόλυμβος (< κολυμβῶ), πρβλ. ευ-κόλυμβος.