πολυρροίβδητος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />que l’on tire avec grand bruit.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]. | |btext=ος, ον :<br />que l’on tire avec grand bruit.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, [[πολυδίνητος]], ή αυτός που περιστρέφεται [[γρήγορα]] [[παράγοντας]] ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥοιβδῶ</i> «κινούμαι ορμητικά»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l’on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].