πολυπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(6_7)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυπρεπής''': -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.
|lstext='''πολυπρεπής''': -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.
}}
{{grml
|mltxt=-ές Α<br />πολύ [[διαπρεπής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρχαιο</i>-<i>πρεπής</i>, <i>μεγαλο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυπρεπής Medium diacritics: πολυπρεπής Low diacritics: πολυπρεπής Capitals: ΠΟΛΥΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: polyprepḗs Transliteration B: polyprepēs Transliteration C: polyprepis Beta Code: polupreph/s

English (LSJ)

ές,

   A magnificent, πλοῦτος Philostr.VS 2.23.2.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπρεπής: -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.

Greek Monolingual

-ές Α
πολύ διαπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].