πορφυρόβλαστος: Difference between revisions
From LSJ
(33) |
(No difference)
|
Revision as of 12:20, 29 September 2017
Greek Monolingual
-ον, Μ
πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βλαστός (< βλαστάνω)].
(33) |
(No difference)
|
-ον, Μ
πορφυρογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βλαστός (< βλαστάνω)].