πολυμορφία: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(6_11)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠμορφία''': ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, [[ποικιλία]], Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.
|lstext='''πολῠμορφία''': ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, [[ποικιλία]], Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύμορφος]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει [[κάποιος]] ή [[κάτι]] πολλές μορφές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βιολ.</b> παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό<br /><b>2.</b> <b>(κρυσταλλ.)</b> ο [[πολυμορφισμός]].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμορφία Medium diacritics: πολυμορφία Low diacritics: πολυμορφία Capitals: ΠΟΛΥΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: polymorphía Transliteration B: polymorphia Transliteration C: polymorfia Beta Code: polumorfi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A manifoldness, Longin.39.3, Him.Or.21.10.

German (Pape)

[Seite 667] ἡ, Vielheit der Gestalten, Longin. 39, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠμορφία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰς μορφάς, ποικιλία, Λογγῖν. 39. 3, Ἱμερ. Λόγ. 21. 10.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύμορφος
η ιδιότητα του πολύμορφου, το να έχει ή να μπορεί να πάρει κάποιος ή κάτι πολλές μορφές
νεοελλ.
1. βιολ. παλαιότερος όρος για τον πολυμορφισμό
2. (κρυσταλλ.) ο πολυμορφισμός.