ποσσίκροτος: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />frappé avec les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κρότος]].
|btext=ος, ον :<br />frappé avec les pieds.<br />'''Étymologie:''' [[πούς]], [[κρότος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)<br /><b>2.</b> αυτός που χτυπάει [[δυνατά]] τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», <b>Ορφ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ποσσί</i>, επικ. τ. δοτ. πληθ. του [[πούς]] <span style="color: red;">+</span> [[κρότος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ιππό</i>-<i>κροτος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσσίκροτος Medium diacritics: ποσσίκροτος Low diacritics: ποσσίκροτος Capitals: ΠΟΣΣΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: possíkrotos Transliteration B: possikrotos Transliteration C: possikrotos Beta Code: possi/krotos

English (LSJ)

ον,

   A struck with the foot in dancing, Orac. ap.Hdt.1.66.    II Act., striking with the feet, Orph.H.31.2.

German (Pape)

[Seite 687] beim Tanze mit den Füßen geschlagen, Orak. bei Her. 1, 66 (A. P. XIV, 76). – Auch akt., mit den Füßen schlagend, stampfend, Orph. H. 30, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποσσίκροτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ποδῶν ἐν χορῷ κροτούμενος, δώσω σοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ κροτῶν διὰ τῶν ποδῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé avec les pieds.
Étymologie: πούς, κρότος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)
2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. του πούς + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].