πραϋμενής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
(6_7) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρᾱϋμενής''': -ές, «ὁ πράῳ τῷ μένει χρώμενος» Ἡσύχ. ἐν τῷ ἐπιρρ. -νῶς. | |lstext='''πρᾱϋμενής''': -ές, «ὁ πράῳ τῷ μένει χρώμενος» Ἡσύχ. ἐν τῷ ἐπιρρ. -νῶς. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α<br /><b>βλ.</b> <i>πρεϋμενής</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A of gentle spirit, Hsch., in Adv. -νῶς; in form πρηϋ-, IG14.2012A40 (Sulp.Max.); more freq. in the contr. form πρευμενής (q. v.).
German (Pape)
[Seite 696] ές, sanftmüthig, ursprüngliche Form von πρευμενής; Hesych. hat πραϋμένως, προθύμως.
Greek (Liddell-Scott)
πρᾱϋμενής: -ές, «ὁ πράῳ τῷ μένει χρώμενος» Ἡσύχ. ἐν τῷ ἐπιρρ. -νῶς.
Greek Monolingual
-ές, Α
βλ. πρεϋμενής.