πρατήνιον: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(10) |
(34) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=prath/nion | |Beta Code=prath/nion | ||
|Definition=τό, Att. for <b class="b3">ὕπερον</b>, Hsch. <span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[πρητήν]], Id.</span> | |Definition=τό, Att. for <b class="b3">ὕπερον</b>, Hsch. <span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[πρητήν]], Id.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> (<b>αττ. τ.</b>) το [[ὕπερον]]<br /><b>2.</b> χρονιάρικο [[αρνί]], [[πρητήν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. [[δάνειο]] από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «[[προτήνιον]]<br />[[ἡλικία]] τις αἰγός</i>» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «[[πρητήν]]<br /><i>ὁ [[ἐνιαύσιος]] [[ἀμνός]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, Att. for ὕπερον, Hsch. II = πρητήν, Id.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. (αττ. τ.) το ὕπερον
2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον
ἡλικία τις αἰγός» και του τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν
ὁ ἐνιαύσιος ἀμνός»].