πρεσβυγένεια: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />ancienneté d’âge.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβυγενής]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />ancienneté d’âge.<br />'''Étymologie:''' [[πρεσβυγενής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α [[πρεσβυγενής]]<br />η [[ιδιότητα]] του πρεσβυγενούς, του πρωτότοκου, [[προτεραιότητα]] στη [[γέννηση]], τα [[πρωτοτόκια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. πρεσβυγεν-είη, ἡ,
A seniority of birth, Hdt.6.51, Plu.2.636e.
German (Pape)
[Seite 699] ἡ, ältere Geburt, Erstgeburt; Her. 6, 51; Plut. Symp. 2, 3, 2 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῠγένεια: ἡ, προτεραιότης γεννήσεως, Ἡρόδ. 6. 51, Πλούτ. 2. 636D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ancienneté d’âge.
Étymologie: πρεσβυγενής.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, ιων. τ. πρεσβυγενείη, Α πρεσβυγενής
η ιδιότητα του πρεσβυγενούς, του πρωτότοκου, προτεραιότητα στη γέννηση, τα πρωτοτόκια.