προανακόπτω: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
(6_1)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προανακόπτω''': [[ἀποκόπτω]], ἀφαιρῶ πρότερον, τὰς ἐμποδίους ὕλας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 6, 2. ΙΙ. μεταφ., ἐκεῖνο προανακόπτει μή..., ἐμποδίζει ἐκεῖνο ἀπὸ τοῦ νὰ μή..., Κλήμ. Ἀλ. 548.
|lstext='''προανακόπτω''': [[ἀποκόπτω]], ἀφαιρῶ πρότερον, τὰς ἐμποδίους ὕλας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 6, 2. ΙΙ. μεταφ., ἐκεῖνο προανακόπτει μή..., ἐμποδίζει ἐκεῖνο ἀπὸ τοῦ νὰ μή..., Κλήμ. Ἀλ. 548.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀνακόπτω]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] εκ τών προτέρων («τὰς ἐμποδίους ὕλας προανακόπτειν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εμποδίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων.
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προανακόπτω Medium diacritics: προανακόπτω Low diacritics: προανακόπτω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: proanakóptō Transliteration B: proanakoptō Transliteration C: proanakopto Beta Code: proanako/ptw

English (LSJ)

   A cut away first, τὰς ἐμποδίους ὅλας J.BJ3.6.2.

German (Pape)

[Seite 706] vorher abhauen, abschneiden, Ios.; vorher hindern, μή, Clem. Al. strom. 3, 12.

Greek (Liddell-Scott)

προανακόπτω: ἀποκόπτω, ἀφαιρῶ πρότερον, τὰς ἐμποδίους ὕλας Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 6, 2. ΙΙ. μεταφ., ἐκεῖνο προανακόπτει μή..., ἐμποδίζει ἐκεῖνο ἀπὸ τοῦ νὰ μή..., Κλήμ. Ἀλ. 548.

Greek Monolingual

Α ἀνακόπτω
1. κόβω εκ τών προτέρων («τὰς ἐμποδίους ὕλας προανακόπτειν», Ιώσ.)
2. εμποδίζω κάτι εκ τών προτέρων.