προεπίδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_14)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προεπίδεσμος''': ὁ, [[ἐπίδεσμος]] ἐπιτιθέμενος κατὰ πρῶτον, Γαλην. τ. 12, σ. 45.
|lstext='''προεπίδεσμος''': ὁ, [[ἐπίδεσμος]] ἐπιτιθέμενος κατὰ πρῶτον, Γαλην. τ. 12, σ. 45.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[προσωρινός]] [[επίδεσμος]].
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπίδεσμος Medium diacritics: προεπίδεσμος Low diacritics: προεπίδεσμος Capitals: ΠΡΟΕΠΙΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: proepídesmos Transliteration B: proepidesmos Transliteration C: proepidesmos Beta Code: proepi/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A band or ligature put on at first, Gal.18(2).746 (nisi leg. προσ-).

German (Pape)

[Seite 721] ὁ, vorher aufgelegter Verband, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

προεπίδεσμος: ὁ, ἐπίδεσμος ἐπιτιθέμενος κατὰ πρῶτον, Γαλην. τ. 12, σ. 45.

Greek Monolingual

ὁ, Α
προσωρινός επίδεσμος.