προεπιγιγνώσκω: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
(6_2) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προεπιγιγνώσκω''': [[ἐπιγιγνώσκω]], [[ἀναγνωρίζω]] πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 119, 210., 3. 22. | |lstext='''προεπιγιγνώσκω''': [[ἐπιγιγνώσκω]], [[ἀναγνωρίζω]] πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 119, 210., 3. 22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἐπιγιγνώσκω]]<br />[[γνωρίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A recognize or observe before, S.E.P.3.22: —Pass., ib.2.119,210.
German (Pape)
[Seite 721] (s. γιγνώσκω), vorher kennen lernen, Sp.; προεπιγνωσθέν, προεπεγνωσμένον, S. Emp. pyrrh. 2, 119. 210.
Greek (Liddell-Scott)
προεπιγιγνώσκω: ἐπιγιγνώσκω, ἀναγνωρίζω πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 119, 210., 3. 22.
Greek Monolingual
Α ἐπιγιγνώσκω
γνωρίζω κάτι εκ τών προτέρων.