προικιμαῖος: Difference between revisions
From LSJ
(6_4) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προικῐμαῖος''': -α, -ον, (προὶξ) ὁ δωρεὰν διδόμενος, ὁ διδόμενος ὡς [[προίξ]], [[κτῆσις]] Δίων Κ. 47. 17. | |lstext='''προικῐμαῖος''': -α, -ον, (προὶξ) ὁ δωρεὰν διδόμενος, ὁ διδόμενος ὡς [[προίξ]], [[κτῆσις]] Δίων Κ. 47. 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που προσφέρεται δωρεάν<br /><b>2.</b> ο [[σχετικός]] με την [[προίκα]], [[προικώος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[προίξ]], -<i>κός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμαῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κλοπ</i>-<i>ιμαῖος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A gratuitous, κτῆσις D.C.47.17. 2 belonging to a dowry, πράγματα POxy.126.17 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 725] was umsonst ist od. nicht bezahlt wird, Sp., wie D. Cass.
Greek (Liddell-Scott)
προικῐμαῖος: -α, -ον, (προὶξ) ὁ δωρεὰν διδόμενος, ὁ διδόμενος ὡς προίξ, κτῆσις Δίων Κ. 47. 17.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
1. αυτός που προσφέρεται δωρεάν
2. ο σχετικός με την προίκα, προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπ-ιμαῖος)].