προκοιτών: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκοιτών''': -ῶνος, ὁ, λέξ. μεταγεν. ἀντὶ [[προδωμάτιον]] (ὃ ἴδε), προθάλαμος, [[Πολυδ]]. Ιϳ, 43· παρὰ Πλινίῳ (Ἐπ. 2. 17) φέρεται procoeton. | |lstext='''προκοιτών''': -ῶνος, ὁ, λέξ. μεταγεν. ἀντὶ [[προδωμάτιον]] (ὃ ἴδε), προθάλαμος, [[Πολυδ]]. Ιϳ, 43· παρὰ Πλινίῳ (Ἐπ. 2. 17) φέρεται procoeton. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶνος, ὁ, Α<br />[[προθάλαμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κοιτών]] «[[θάλαμος]], [[υπνοδωμάτιο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A ante-chamber, Plin.Ep.2.17.23: condemned by Phryn. 227, cf. Poll.10.43.
German (Pape)
[Seite 730] ῶνος, ὁ, Vorgemach, Lob. zu Phryn.
Greek (Liddell-Scott)
προκοιτών: -ῶνος, ὁ, λέξ. μεταγεν. ἀντὶ προδωμάτιον (ὃ ἴδε), προθάλαμος, Πολυδ. Ιϳ, 43· παρὰ Πλινίῳ (Ἐπ. 2. 17) φέρεται procoeton.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
προθάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κοιτών «θάλαμος, υπνοδωμάτιο»].