προμηνυτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(10)
 
(34)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=promhnuth/s
|Beta Code=promhnuth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who gives information in advance</b>, <span class="bibl">Vett.Val.173.19</span>.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who gives information in advance</b>, <span class="bibl">Vett.Val.173.19</span>.</span>
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[προμηνύτρια]], Α [[προμηνύω]]<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> α) αυτή που προαναγγέλλει [[κάτι]]<br />β) η [[προδότρια]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηνῡτής Medium diacritics: προμηνυτής Low diacritics: προμηνυτής Capitals: ΠΡΟΜΗΝΥΤΗΣ
Transliteration A: promēnytḗs Transliteration B: promēnytēs Transliteration C: prominytis Beta Code: promhnuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who gives information in advance, Vett.Val.173.19.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α προμηνύω
1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά
2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι
β) η προδότρια.