προκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(6_2)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1· εἰς τὸν ἀγῶνα Διόδ. 15. 85.
|lstext='''προκαταβαίνω''': [[καταβαίνω]] πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1· εἰς τὸν ἀγῶνα Διόδ. 15. 85.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[καταβαίνω]]<br /><b>1.</b> (για [[έμβρυο]]) [[κατεβαίνω]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[εισέρχομαι]] στο [[λουτρό]] [[πρώτος]].
}}
}}

Revision as of 12:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαταβαίνω Medium diacritics: προκαταβαίνω Low diacritics: προκαταβαίνω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΑΒΑΙΝΩ
Transliteration A: prokatabaínō Transliteration B: prokatabainō Transliteration C: prokatavaino Beta Code: prokatabai/nw

English (LSJ)

   A descend, of the foetus, Arist.HA583b31; εἰς τὸν ἀγῶνα D.S.15.85 (s.v.l.); step into a bath first, Gal.11.606.

German (Pape)

[Seite 728] (s. βαίνω), vorher herabgehen, herabsteigen, Arist. H. A. 7, 4; D. Cass. 61, 3.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταβαίνω: καταβαίνω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1· εἰς τὸν ἀγῶνα Διόδ. 15. 85.

Greek Monolingual

Α καταβαίνω
1. (για έμβρυο) κατεβαίνω εκ τών προτέρων
2. εισέρχομαι στο λουτρό πρώτος.