προσαράζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(34) |
(No difference)
|
Revision as of 12:22, 29 September 2017
Greek Monolingual
προσαράσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α αράζω / ἀράσσω]]
(για πλοίο) προσκρούω ή κάθομαι επάνω σε ύφαλο ή αβαθή και συνήθως αμμώδη βυθό («προσαράξας τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ διέλυσεν», Λουκ.)
μσν.-αρχ.
ωθώ ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με ορμή
αρχ.
1. προσεγγίζω, πλησιάζω
2. παθ. προσαράσσομαι
πέφτω πάνω σε κάτι («προσαράσσομαι τῷ λιθοστρώτῳ», Ιώσ.)
3. φρ. «προσαράσσω τινὶ τὰς θύρας» ή «προσαράσσω εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν» — κλείνω με ορμή και με θόρυβο την πόρτα στο πρόσωπο κάποιου.