προσηρμοσμένως: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(6_5)
(34)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσηρμοσμένως''': ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
|lstext='''προσηρμοσμένως''': ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> με τρόπο που αρμόζει, [[καθώς]] [[πρέπει]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσηρμοσμένος</i>, μτχ. μέσου παρακμ. του [[προσαρμόζω]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσηρμοσμένως Medium diacritics: προσηρμοσμένως Low diacritics: προσηρμοσμένως Capitals: ΠΡΟΣΗΡΜΟΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: prosērmosménōs Transliteration B: prosērmosmenōs Transliteration C: prosirmosmenos Beta Code: proshrmosme/nws

English (LSJ)

Adv.

   A fittingly, Hsch. s.v. ἀραρῶσαι.

Greek (Liddell-Scott)

προσηρμοσμένως: ἁρμοδίως, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀραρῶσαι.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με τρόπο που αρμόζει, καθώς πρέπει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσηρμοσμένος, μτχ. μέσου παρακμ. του προσαρμόζω.