προσομιλία: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_9)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσομῑλία''': ἡ, = [[προσομίλησις]], Ἀρεταί, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 115.
|lstext='''προσομῑλία''': ἡ, = [[προσομίλησις]], Ἀρεταί, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 115.
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. προσομιλίη, ἡ, Α [[προσομιλῶ]]<br />[[συναναστροφή]], [[επικοινωνία]] με κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσομῑλία Medium diacritics: προσομιλία Low diacritics: προσομιλία Capitals: ΠΡΟΣΟΜΙΛΙΑ
Transliteration A: prosomilía Transliteration B: prosomilia Transliteration C: prosomilia Beta Code: prosomili/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A association, Aret.CA1.1; ἡ τοῦ θερμοῦ π. Alex.Aphr.Pr.1.115.

German (Pape)

[Seite 774] ἡ, Verkehr, Unterhaltung mit Einem, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσομῑλία: ἡ, = προσομίλησις, Ἀρεταί, Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 115.

Greek Monolingual

και ιων. τ. προσομιλίη, ἡ, Α προσομιλῶ
συναναστροφή, επικοινωνία με κάποιον.