προσσφάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(6_9) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσσφάζω''': ἢ -ττω, [[σφάζω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28. | |lstext='''προσσφάζω''': ἢ -ττω, [[σφάζω]] [[ἐπάνω]] εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[προσσφάττω]] Α<br />[[σφάζω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] ή [[μπροστά]] στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 29 September 2017
English (LSJ)
A slay at, Ὁρτήσιον τῷ μνήματι Plu.Brut.28.
Greek (Liddell-Scott)
προσσφάζω: ἢ -ττω, σφάζω ἐπάνω εἴς τι, λαβὼν (Ὁρτήσιον) τῷ μνήματι τοῦ ἀδελφοῦ προσέσφαξε Πλουτ. Βροῦτ. 28.
Greek Monolingual
και προσσφάττω Α
σφάζω κάποιον ή κάτι πάνω σε κάτι ή μπροστά στα μάτια κάποιου («Ὀρτήσιον λαβὼν τῷ μνήματι τοῡ ἀδελφοῡ προσέσφαξε», Πλούτ.).