πρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
(6_14)
(35)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσωπος''': ὁ, = [[πρόσωπον]], τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
|lstext='''πρόσωπος''': ὁ, = [[πρόσωπον]], τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[πρόσωπον]] με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσωπος Medium diacritics: πρόσωπος Low diacritics: πρόσωπος Capitals: ΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: prósōpos Transliteration B: prosōpos Transliteration C: prosopos Beta Code: pro/swpos

English (LSJ)

ὁ,

   A = πρόσωπον, τό (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

πρόσωπος: ὁ, = πρόσωπον, τό, Πλάτ. Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 39· ἀλλ’ ἴδε Meineke ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του πρόσωπον με αλλαγή γένους].