προφύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(6_20) |
(35) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προφύομαι''': παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., φύομαι, γεννῶμαι πρότερον, ὃς προὔφει πατὴρ Σοφ. Αἴ. 1291. | |lstext='''προφύομαι''': παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., φύομαι, γεννῶμαι πρότερον, ὃς προὔφει πατὴρ Σοφ. Αἴ. 1291. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[φύομαι]]<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[πριν]] από κάποιον [[άλλο]] («ὅς προύφυ [[πατήρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> εμφανίζομαι [[προηγουμένως]] («προπεφυκυῑα [[φλεγμονή]]», <b>Γαλ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
Pass., with aor. 2 and pf. Act.,
A to be born before, ὃς προὔφυ πατήρ S.Aj.1291; προπεφυκυῖα φλεγμονή previously existing, Gal.18(2).642.
Greek (Liddell-Scott)
προφύομαι: παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., φύομαι, γεννῶμαι πρότερον, ὃς προὔφει πατὴρ Σοφ. Αἴ. 1291.
Greek Monolingual
Α φύομαι
1. γεννιέμαι πριν από κάποιον άλλο («ὅς προύφυ πατήρ», Σοφ.)
2. εμφανίζομαι προηγουμένως («προπεφυκυῑα φλεγμονή», Γαλ.).