πρωτόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόγᾰμος''': -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.
|lstext='''πρωτόγᾰμος''': -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόγαμος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο παντρεύτηκε, ο [[νεόνυμφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παντρεύεται για πρώτη [[φορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γάμος]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>γαμος</i>, <i>πικρό</i>-<i>γαμος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόγᾰμος Medium diacritics: πρωτόγαμος Low diacritics: πρωτόγαμος Capitals: ΠΡΩΤΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: prōtógamos Transliteration B: prōtogamos Transliteration C: protogamos Beta Code: prwto/gamos

English (LSJ)

ον,

   A just married, Orph. L.256.

German (Pape)

[Seite 804] erst eben od. kürzlich verheirathet, Orph. Lith. 5, 12.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόγᾰμος: -ον, ὁ κατὰ πρῶτον εἰς γάμον ἐρχόμενος, Ὀρφ. Λιθ. 553.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόγαμος, -ον, ΝΑ
αυτός που μόλις πριν από λίγο παντρεύτηκε, ο νεόνυμφος
νεοελλ.
αυτός που παντρεύεται για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. κακό-γαμος, πικρό-γαμος].