πρωτόπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(6_18)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόπλαστος''': -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ´, 1), Κλήμ. Ἀλ. 559.
|lstext='''πρωτόπλαστος''': -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ´, 1), Κλήμ. Ἀλ. 559.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πρωτόπλαστος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[πρωτόπλαστος]]<br />ο Αδάμ<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι πρωτόπλαστοι</i><br />ο Αδάμ και η Εύα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]])].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπλαστος Medium diacritics: πρωτόπλαστος Low diacritics: πρωτόπλαστος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: prōtóplastos Transliteration B: prōtoplastos Transliteration C: protoplastos Beta Code: prwto/plastos

English (LSJ)

ον,

   A first-formed, of Adam, LXX Wi. 7.1, 10.1, Ph.Fr.61 H.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst gebildet, geschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπλαστος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ´, 1), Κλήμ. Ἀλ. 559.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόπλαστος, -ον, ΝΜΑ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος
ο Αδάμ
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι
ο Αδάμ και η Εύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πλαστός (< πλάσσω)].