πρωτοτυπία: Difference between revisions
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
(6_10) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρωτοτῠπία''': ἡ, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ πρωτοτύπου, Εὐστ. Πονημάτ. 171. 28, κτλ. | |lstext='''πρωτοτῠπία''': ἡ, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ πρωτοτύπου, Εὐστ. Πονημάτ. 171. 28, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜ [[πρωτότυπος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πρωτότυπου, [[καινοτομία]], [[ιδιοτυπία]], [[ιδιομορφία]]<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[καθετί]] το ασυνήθιστο ή και το [[παράδοξο]]<br /><b>3.</b> η αρχική [[μορφή]], το πρωτότυπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A original form, Eust.50.38.
German (Pape)
[Seite 807] ἡ, die Eigenschaft eines πρωτότυπον, eines Stammwortes, Eust. 38, 17.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοτῠπία: ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ πρωτοτύπου, Εὐστ. Πονημάτ. 171. 28, κτλ.
Greek Monolingual
η, ΝΜ πρωτότυπος
1. η ιδιότητα του πρωτότυπου, καινοτομία, ιδιοτυπία, ιδιομορφία
2. συνεκδ. καθετί το ασυνήθιστο ή και το παράδοξο
3. η αρχική μορφή, το πρωτότυπο.