πυκνόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(6_18) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυκνόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12. | |lstext='''πυκνόκαρπος''': -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει πυκνούς καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυκνός]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A thick with fruit, Luc.Am.12.
German (Pape)
[Seite 815] mit dichten oder vielen Früchten, μυῤῥίνη, Luc. amor. 12.
Greek (Liddell-Scott)
πυκνόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων πυκνοὺς καρπούς, Λουκ. Ἔρωτ. 12.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτό) αυτός που έχει πυκνούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + καρπός].