πυργοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(6_14) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυργοῦχος''': ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, [[κατάστρωμα]] ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, [[Πολυδ]]. Α΄, 92. | |lstext='''πυργοῦχος''': ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, [[κατάστρωμα]] ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, [[Πολυδ]]. Α΄, 92. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[ιδιοκτήτης]] πύργου<br /><b>2.</b> (για πολεμικά πλοία) επίπεδο [[κατάστρωμα]] το οποίο έχει πύργους για [[άμυνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πύργος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω)
A tower-bearer: in ships of war, platform which bore towers for defence, Plb.16.3.12, Poll.1.92.
German (Pape)
[Seite 820] ὁ, Thurmträger; Balken, auf welchen ein Thurm im Kriegsschiff erbau't ist, Pol. 16, 3, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πυργοῦχος: ὁ, (ἔχω) ὁ ἔχων ἢ φέρων πύργον· ἐπὶ πολεμικῶν πλοίων, κατάστρωμα ἐπίπεδον φέρον πύργους πρὸς ἄμυναν, Πολύβ. 16. 3, 12, Πολυδ. Α΄, 92.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ιδιοκτήτης πύργου
2. (για πολεμικά πλοία) επίπεδο κατάστρωμα το οποίο έχει πύργους για άμυνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -οῦχος (< ἔχω)].