πτολίαρχος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(6_6) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πτολίαρχος''': Ἐπικ. ἀντὶ [[πολίαρχος]], Καλλ. εἰς Δία 73· -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3769. | |lstext='''πτολίαρχος''': Ἐπικ. ἀντὶ [[πολίαρχος]], Καλλ. εἰς Δία 73· -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3769. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[πολίαρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτόλις]], επικ. τ. του [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. for πολίαρχος, Call.Jov.73; also Πτολεμ-άρχης, ου, ὁ, Epigr.Gr.1036 (Nicomedia).
German (Pape)
[Seite 811] ep. statt πολίαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
πτολίαρχος: Ἐπικ. ἀντὶ πολίαρχος, Καλλ. εἰς Δία 73· -άρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3769.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ποιητ. τ.) πολίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτόλις, επικ. τ. του πόλις + -αρχος].