πυρολαμπίς: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_12) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῠρολᾰμπίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἐκπέμπουσα λάμψιν [[πυρός]], [[πυγολαμπίς]], «κωλοφωτιά», ἴδε ἐν λ. [[πυγολαμπίς]]. | |lstext='''πῠρολᾰμπίς''': -ίδος, ἡ, ἡ ἐκπέμπουσα λάμψιν [[πυρός]], [[πυγολαμπίς]], «κωλοφωτιά», ἴδε ἐν λ. [[πυγολαμπίς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και, [[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>, [[πυριλαμπίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br />αυτή που εκπέμπει [[λάμψη]] φωτιάς, η [[πυγολαμπίδα]] («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>λαμπίς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. πυγολαμπίς.
German (Pape)
[Seite 823] ἡ, = πυριλαμπίς, Hesych. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρολᾰμπίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐκπέμπουσα λάμψιν πυρός, πυγολαμπίς, «κωλοφωτιά», ἴδε ἐν λ. πυγολαμπίς.
Greek Monolingual
και, κατά τον Φώτ., πυριλαμπίς, -ίδος, ἡ, Α
αυτή που εκπέμπει λάμψη φωτιάς, η πυγολαμπίδα («ἐκ... μεγάλων καμπῶν... γίνονται πυρολαμπίδες», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -λαμπίς (< λάμπω)].