ραγή: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
(35)
(No difference)

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

η / ῥαγή, ΝΑ
ρήγμα, σχισμάδα
νεοελλ.
ιατρ. ασήμαντη ρωγμή οστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -ή (πρβλ. πληγ-ή)].