ῥευστικός: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />fluide, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥευστός]]. | |btext=ή, όν :<br />fluide, coulant.<br />'''Étymologie:''' [[ῥευστός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΝΜΑ [[ῥευστός]]<br />αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] της ροής, [[ρευστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «ρευστική υφή»<br /><b>(πετρογρ.)</b> [[δομή]] με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως [[είναι]] τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη [[διεύθυνση]] της ροής του [[σχεδόν]] στερεοποιημένου μάγματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ῥευστικῶς</i> Α<br />[[κατά]] ρευστικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A flowing, liquid, Plu.Aem.14, 2.905e. Adv. -κῶς ib.878f.
German (Pape)
[Seite 838] flüssig, fließend, Plut. Aem. Paull. 14 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ῥευστικός: -ή, -όν, (ῥέω) ὁ ἐν καταστάσει ῥοῆς ἢ ῥύσεως, ἡ ὕλη Ἀριστ. Ἀποσπ. 201, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 217. 2) μεταφ., ἄστατος, κυμαινόμενος, ἀσταθής, οὐσία Πλούτ. 2. 268D· πολυπραγμοσύνη ῥ. εἰς ἅπαντα αὐτόθι 522Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fluide, coulant.
Étymologie: ῥευστός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΝΜΑ ῥευστός
αυτός που έχει την ιδιότητα της ροής, ρευστός
νεοελλ.
φρ. «ρευστική υφή»
(πετρογρ.) δομή με συγκεκριμένο προσανατολισμό που απαντά σε εκρηξιγενή πετρώματα, όπως είναι τα ρεύματα λάβας και ορισμένες μαγματικές διεισδύσεις, και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τη διεύθυνση της ροής του σχεδόν στερεοποιημένου μάγματος.
επίρρ...
ῥευστικῶς Α
κατά ρευστικό τρόπο.